- πρωτεάση
- η, Ν(βιοχ.) άλλη ονομασία τής πρωτεϊνάσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protease < prote- (< protein, βλ. πρωτεΐνη) + κατάλ. -ase].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλασμίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεάση που εξασφαλίζει την ινωδόλυση και μπορεί να απελευθερώσει κινίνες από τα κινινογόνα και η οποία υπάρχει στο πλάσμα τού αίματος υπό ανενεργό μορφή, γνωστή ως πλασμινογόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmin <… … Dictionary of Greek
πρωτεϊνάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο που αποικοδομεί τις πρωτεΐνες, διασπώντας τους εσωτερικούς πεπτικούς δεσμούς και παράγοντας πεπτίδια, αλλ. πρωτεάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinase < protein (βλ. πρωτεΐνη) + κατάλ. ase] … Dictionary of Greek